Dictionary of Greek. 2013.
ὦψα — ὠψά neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπτητήρια — ὀπτητήρια, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὠψά» … Dictionary of Greek